- ἐλευθεροστομῶ
- ἐλευθεροστομέωto be free of speechpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἐλευθεροστομέωto be free of speechpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελευθεροστομώ — ( έω) (ΑΜ ἐλευθεροστομῶ) μιλώ ελεύθερα, με ειλικρίνεια νεοελλ. χρησιμοποιώ άσεμνες λέξεις και εκφράσεις … Dictionary of Greek
εξελευθεροστομώ — ἐξελευθεροοτομῶ, έω (Α) [ελευθεροστομώ] ελευθεροστομώ) χωρίς καμιά επιφύλαξη … Dictionary of Greek